- Θράκη
- I
Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από τον Δία, τον Δόλογκο από τον Κρόνο και τον Τριήρη από τον Οβριάρεω. Ο μύθος αυτός σημαίνει ότι οι Βιθυνοί, οι Δόλογκες και οι Τριήρες είχαν θρακική καταγωγή. Με το προσωνύμιο θρώσσα η Θ. θεωρείται ότι ήταν μητέρα του Ίσμαρου, τον οποίο είχε αποκτήσει από τον Άρη. Η Θ. εικονίζεται συχνά σε νομίσματα των ρωμαϊκών χρόνων.IIΙστορική γεωγραφική περιοχή (8.575 τ. χλμ.) στο νοτιοδυτικό τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου. Καταλαμβάνει μέρος της βορειοανατολικής Ελλάδας, της νότιας Βουλγαρίας και της Ευρωπαϊκής Τουρκίας.Τα φυσικά όρια της ελληνικής Θ. είναι η οροσειρά της Ροδόπης στα Β, της οποίας ο κύριος όγκος και οι ψηλότερες κορυφές ανήκουν στη Βουλγαρία, ο Έβρος στα A, που αποτελεί και το σύνορο Ελλάδας-Τουρκίας και ο Νέστος στα Δ, που χωρίζει την περιοχή από την ανατολική Μακεδονία. Στα Ν η Θ. βρέχεται από το Θρακικό πέλαγος. Διοικητικά χωρίζεται στους νομούς Έβρου, Ξάνθης και Ροδόπης. Οι κυριότερες πόλεις της περιοχής είναι η Αλεξανδρούπολη, η Κομοτηνή, η Ξάνθη και η Ορεστιάδα.Στη συνέχεια της παρουσίασης της Θ. ακολουθούν ιστορικά στοιχεία που αφορούν την ιστορική γεωγραφική περιοχή με την ονομασία αυτή. Στις υπόλοιπες ενότητες τα στοιχεία σχετίζονται με το τμήμα της Θ. που ανήκει στην ελληνική επικράτεια.Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα.Το ανάγλυφο της Θ. κυριαρχείται από τη μεγάλη οροσειρά της Ροδόπης, η οποία συνδέεται προς τα Δ με τα όρη της ανατολικής Μακεδονίας, προχωρεί με διεύθυνση από τα Δ προς τα Α και μεταπίπτει σταδιακά στην κοιλάδα του Έβρου. Η Ροδόπη αποτελεί τη μεγαλύτερη κρυσταλλοπαγή μάζα της Ελλάδας και τη μεγαλύτερη οροσειρά που αποτελείται από μεταμορφωμένα πετρώματα. Νότια της Ροδόπης σχηματίζονται και φτάνουν έως τη θάλασσα πεδινές εκτάσεις (πεδιάδες Ξάνθης και Κομοτηνής), οι οποίες διακόπτονται από λοφώδεις περιοχές. Στα Α απλώνεται η πεδιάδα της Νέας Ορεστιάδας-Διδυμότειχου, την οποία διαρρέουν οι μεγάλοι παραπόταμοι του Έβρου, Άρδας και Ερυθροπόταμος. Στα όρια των πεδιάδων Ξάνθης και Κομοτηνής σχηματίζεται η λίμνη Βιστονίδα (Πόρτο Λάγο), η οποία άλλοτε αποτελούσε το εσωτερικό τμήμα του όρμου, αλλά σήμερα, εξαιτίας των προσχώσεων ενός μικρού ποταμού, έχει σχεδόν απομονωθεί από τη θάλασσα και έχει μετατραπεί σε λιμνοθάλασσα. Η αλλαγή της μορφής του αναγλύφου στη χαμηλή περιοχή της Θ. οφείλεται στην παλαιότερη ηφαιστειακή δραστηριότητα και στις ανοδικές και καθοδικές κινήσεις που επιδρούν ακόμα και σήμερα: Α της λίμνης Βιστονίδας παρουσιάζονται ανοδικές κινήσεις και Δ καθοδικές. Αποτέλεσμα των συνεχών αυτών κινήσεων, ανοδικών και κυρίως καθοδικών, ήταν η δημιουργία πολλών λιμνοθαλασσών και ελών στις παράκτιες περιοχές και η διαμόρφωση των εκβολών των ποταμών. Τα πετρώματα που δομούν την περιοχή είναι: γρανίτες, γνεύσιοι, γνευσιογρανίτες, με μάρμαρα σε παρεμβολές ή στρώματα, πετρώματα του μεταμορφωμένου συστήματος της Ροδόπης· παλαιογενή (ηωκαινικά, ολιγοκαινικά) ιζήματα, που αποτελούνται από κροκαλοπαγή, αργιλοψαμμίτες, αργιλικούς σχιστόλιθους και ασβεστόλιθους, νεογενή (πλειοκαινικά) θαλάσσια και λιμνοθαλάσσια αποθέματα με λιγνιτικά κοιτάσματα σε ορισμένες περιοχές· διλουβιακές, ποτάμιες αποθέσεις· λιμναίες τεταρτογενείς (ολοκαινικές) αποθέσεις· πρόσφατες χειμαρρώδεις αποθέσεις. Όλα αυτά τα ιζήματα επικάθονται στο κρυσταλλοσχιστώδες υπόβαθρο της Ροδόπης. Συναντώνται επίσης ηφαιστειακά πετρώματα (τριτογενείς ηφαιστίτες).Οι μεγάλοι ποταμοί της Θ. είναι ο Έβρος και ο Νέστος. Μοναδική αξιόλογη λίμνη είναι η Βιστονίδα, στα όρια των νομών Ξάνθης-Κομοτηνής, αλλά υπάρχουν πολλές μικρότερες, κυρίως στις παράκτιες περιοχές. Κοντά στην Αλεξανδρούπολη βρίσκεται η θερμομεταλλική, υδροθειοχλωριονατριούχα πηγή Φερρών-Τραϊανούπολης, με θερμοκρασία 50,6°C και ραδιενέργεια 5,3 μονάδες Μαχ. Η Θ. διαθέτει αρκετά κοιτάσματα μεταλλευμάτων, όπως χαλκού και μολύβδου (Σουφλί), χρωμίτη (περιοχή Σουφλίου), κοιτάσματα θειούχων μεικτών μεταλλευμάτων (στην περιοχή του χωριού Κίρκη) και κοιτάσματα λιγνίτη.Το κλίμα της Θ. κυμαίνεται μεταξύ μεσογειακού, που επικρατεί σε μια στενή παράκτια λωρίδα, και μεσευρωπαϊκού, που κυριαρχεί σε ολόκληρη την υπόλοιπη περιοχή. Το μεσευρωπαϊκό κλίμα διακρίνεται για το μεγάλο ετήσιο θερμομετρικό εύρος του (πάνω από 20°C), τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες της ψυχρής εποχής, τους συχνούς παγετούς και χιονοπτώσεις, καθώς και την τάση της βροχής που κατανέμεται σχεδόν ομοιόμορφα κατά τη διάρκεια του έτους. Η μέση ετήσια θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 14 και 16°C, ενώ η θερμοκρασία των ψυχρότερων μηνών (Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου) μεταξύ 4 και 6°C και των θερμότερων (Ιουλίου-Αυγούστου) μεταξύ 24 και 26°C. Ο χειμώνας είναι γενικά δριμύτερος στη Θ. από ό,τι στη Μακεδονία και οι μεταβατικές εποχές έχουν μικρή διάρκεια. Εξαιτίας των πολύ συχνών και σχετικά ξηρών βορείων ανέμων, η υγρασία δεν είναι μεγάλη κατά τους χειμερινούς μήνες. Γενικά κυμαίνεται μεταξύ 65 και 70 βαθμών. Οι αίθριες ημέρες είναι περίπου 120 στην παράκτια περιοχή και λιγότερες από 100 στο εσωτερικό. Η βροχή δεν παρουσιάζει υψηλές τιμές: στην παράκτια ζώνη το μέσο ετήσιο ύψος είναι 400-600 χιλιοστά και ακολουθούν μια ζώνη με ύψος 600-800 χιλιοστά και μια άλλη με 800-1.000· στα ακραία βόρεια ορεινά τμήματα το ύψος της βροχής υπερβαίνει τα 1.000 χιλιοστά. Χαρακτηριστικό των βροχοπτώσεων είναι η ανώμαλη ετήσια πορεία τους και o περιορισμός της άνομβρης περιόδου τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Οι χιονοπτώσεις είναι συνηθισμένο φαινόμενο, ιδίως στην ορεινή περιοχή. Οι άνεμοι που επικρατούν διαφέρουν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή. Η τραχύτητα του χειμώνα οφείλεται στους βόρειους ανέμους που επικρατούν στα βόρεια και βορειοανατολικά τμήματα, από τον Νοέμβριο έως τον Μάρτιο. Κατά το θερμό μισό του έτους, στα βόρεια τμήματα επικρατεί το ρεύμα των ετησίων, το οποίο όμως, επειδή δεν έχει μεγάλη ένταση, υπερνικείται στις παράκτιες περιοχές από τη θαλάσσια αύρα. Στο ανατολικό άκρο της περιοχής είναι συχνοί οι ανατολικοί άνεμοι, εξαιτίας της συμβολής των ετησίων και της θαλάσσιας αύρας που δημιουργείται από τον Εύξεινο Πόντο.Οικονομία-Πληθυσμός. Η Θ., αν και είναι μία από τις πιο ευνοημένες από τη φύση γεωγραφικές περιοχές της χώρας, συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο καθυστερημένων οικονομικά περιφερειών της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Το 48% του εδάφους της είναι πεδινό, το 25% ημιορεινό και το 27% ορεινό. Η διαμόρφωση αυτή πρέπει να θεωρηθεί εξαιρετικά ευνοϊκή, μια και τα αντίστοιχα ποσοστά για ολόκληρη τη χώρα είναι 30%, 27% και 43%. Υψηλά είναι επίσης τα ποσοστά της καλλιεργούμενης επιφάνειας, καθώς και αυτής που καλύπτεται από δάση. Παρότι η Θ. διασχίζεται από δύο από τους μεγαλύτερους ποταμούς της Ελλάδας, μέχρι πρόσφατα το ποσοστό της έκτασης που αρδευόταν ήταν περιορισμένο και γι’ αυτό οι στρεμματικές αποδόσεις ήταναρκετά χαμηλές. Επίσης, αν και υπάρχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, η ζωοκομία δεν είναι αρκετά ανεπτυγμένη.Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού (362.038 κάτ.) ασχολείται με τη γεωργία. Εκτός από την καπνοκαλλιέργεια, η περιοχή, ιδιαίτερα οι νομοί Ξάνθης και Ροδόπης, εξειδικεύεται σε εντατικές βιομηχανικές καλλιέργειες όπως το βαμβάκι, το καλαμπόκι, ο καπνός, τα σιτηρά και η βιομηχανική ντομάτα.Τα τελευταία χρόνια προσφέρθηκαν επενδυτικά κίνητρα για την εγκατάσταση και την ανάπτυξη βιομηχανιών στην περιοχή. Έτσι, παρατηρείται μια ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα, η οποία επικεντρώνεται στην έντονη κατασκευαστική και μεταποιητική δραστηριότητα,καθώς και στην αξιοποίηση σημαντικών ενεργειακών (υδροηλεκτρικά φράγματα, κοιτάσματα πετρελαίου, γεωθερμικά πεδία κλπ.) και μεταλλευτικών (αδρανή υλικά, μάρμαρα, μεικτά θειούχα κλπ.) αποθεμάτων. Η ολοκλήρωση της Εγνατίας Οδού και του αγωγού πετρελαίου και φυσικού αερίου θα βοηθήσουν σημαντικά προς αυτή την κατεύθυνση.Όσον αφορά την πληθυσμιακή σύνθεσή της, η Θ. παρουσιάζει σαφή διαφοροποίηση σε σχέση με υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας, η οποία οφείλεται στην ύπαρξη της θρησκευτικής μειονότητας. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών, υπολογίζεται ότι στην περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης το μουσουλμανικό στοιχείο αριθμεί περίπου 140.000 με 145.000 άτομα, τα οποία είναι συγκεντρωμένα κυρίως στις πρωτεύουσες και στις ορεινές ζώνες των νομών Ξάνθης και Ροδόπης.Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με την οικονομία της Θ. βλ. λ. Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.Ιστορία. Η Θ., εξαιτίας της θέσης της, στο σημείο που ενώνονται δύο θάλασσες και δύο ήπειροι, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της χερσονήσου του Αίμου. Με την ονομασία Θ. οι αρχαίοι δεν εννοούσαν μια σαφώς καθορισμένη περιοχή. Το κέντρο της πάντως ήταν μεταξύ Αίμου, Προποντίδας, Αιγαίου και Νέστου. Η Θ. αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο, ο οποίος θεωρούσε τον Πηνειό ποταμό και το βόρειο Αιγαίο (θρηίκιον πόντον), νότια σύνορά της. Γενικά, με την ονομασία Θ. στην αρχαιότητα υποδήλωναν την περιοχή που έφτανε από τον Όλυμπο έως τον Ίστρο (Δούναβη) και Α έως τον Εύξεινο Πόντο. Από την εποχή του Φίλιππου B’ δυτικό σύνορο της Θ. ήταν ο Νέστος. Στα ρωμαϊκά χρόνια Θ. ονομαζόταν όλη η χώρα στα Ν του Αίμου, ενώ η περιοχή προς τα Β ονομαζόταν Μοισία. Στα βυζαντινά χρόνια το θέμα Θ. περιλάμβανε μόνο την Ανατολική Θ., με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.Κατά τη μυθολογία, ο Ωκεανός παντρεύτηκε την Πομφολύγη και την Παρθενόπη και απέκτησε δύο κόρες από την πρώτη, την Ασία και τη Λιβύη, και δύο από τη δεύτερη, την Ευρώπη και τη Θ., από την οποία και πήρε την ονομασία της η χώρα. Είναι άγνωστο αν η λέξη Θ. είναι θρακικής, φρυγικής ή πελασγικής προέλευσης. Όπως αποδείχτηκε με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, η περιοχή κατοικείται από την 3η χιλιετία από προϊστορικά φύλα, συγγενικά με τους κατοίκους της Τροίας, της Λήμνου, της Λέσβου κ.ά.Οι Θράκες ήταν ινδοευρωπαϊκός λαός, που ήρθαν από τον Κάτω Δούναβη στη Βαλκανική, ώθησαν νοτιότερα τους άλλους ελληνικούς λαούς που προηγήθηκαν και εγκαταστάθηκαν σε όλη την περιοχή που εκτείνεται από τον Εύξεινο Πόντο έως την Αδριατική. Η κάθοδος, όμως, των Ιλλυριών (13ος αι. π.Χ.) τους ανάγκασε να περιοριστούν στα Α, στην περιοχή που πήρε από αυτούς την ονομασία της. Οι Θράκες, τους οποίους ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει ως το μέγιστο έθνος μετά τους Ινδούς, ήταν χωρισμένοι σε πολλές φυλές, που δεν ζούσαν πάντα ειρηνικά μεταξύ τους. Από τις σημαντικότερες θρακικές φυλές ήταν οι Οδρύσες, οι Δόλογγες, οι Κίκκονες, οι Βήσσες, οι Σιροπαιώνες και οι Ηδωνοί. Εμπειροπόλεμοι αλλά και γνώστες της καλλιέργειας της γης και της μουσικής τέχνης, όπως μαρτυρούν τα ονόματα Θρακών αοιδών (Ορφέας, Θάμυρις, Εύμολπος, Μουσαίος), άσκησαν σημαντική επίδραση στα ελληνικά φύλα κατά την προϊστορική εποχή, με τα οποία ήρθαν σε επαφή από πολύ νωρίς. Αυτό απηχεί η μυθολογική παράδοση που αναφέρει συμμαχία Θρακών, με αρχηγό τον Εύμολπο, και Ελευσινίων και επίθεσή τους εναντίον της Ακρόπολης της Αθήνας (13ος αι. π.Χ.), την oποία ο Θουκυδίδης θεωρεί ως το πρώτο ιστορικό γεγονός της Αθήνας. Οι Θράκες συνδέονται με τους επιδρομείς του 13ου αι. π.Χ., τους γνωστούς ως λαούς της θάλασσας, οι οποίοι μετά την ήττα τους στην Αττική εγκαταστάθηκαν εκεί και ο θεός τους Ποσειδώνας έγινε δευτερεύουσα θεότητα της Αθήνας.Σχετικά με τη γλώσσα των Θρακών δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία, ενώ δεν βρέθηκαν και γραπτά μνημεία της. Ορισμένες επιγραφές που έχουν σωθεί είναι γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες σε θρακική διάλεκτο. Η θρησκεία τους ήταν περίπου ίδια με την ελληνική. Κύρια θρακική θεότητα ήταν o Σαβάζιος, που ταυτίστηκε με τον θεό του κρασιού Διόνυσο. Μαντείο του θεού αυτού βρισκόταν στις κορυφές της Ροδόπης και ναός του στα Άβδηρα. Σπουδαία γυναικεία θεότητα ήταν η Βενδίς, που ταυτίστηκε με την Άρτεμη. Εκτός από τους Ολύμπιους θεούς, λατρευόταν και μια τοπική θεότητα, o Ήρως της Θ., γιατρός των ανθρώπων και των ζώων. Ανάγλυφα που βρέθηκαν τον παριστάνουν έφιππο μπροστά σε βωμό.Τα θρακικά ήθη και έθιμα ήταν πρωτόγονα και άγρια. Οι Θράκες συνήθιζαν την πολυγαμία για να αποκτούν πολλά παιδιά, τα οποία πουλούσαν για δούλους. Επίσης, επικρατούσε το σκληρό έθιμο της θυσίας της συζύγου στον τάφο του άντρα της. Χαρακτηριστικές ήταν οι δοξασίες τους για τη γέννηση και τον θάνατο: ο ερχομός στη ζωή συνοδευόταν από θρήνους και οδυρμούς και ο θάνατος ήταν αφορμή χαράς για την απολύτρωση από τα βάσανα της ζωής. Κύρια ασχολία τους ήταν ο πόλεμος.Πολίτευμα της Θ. ήταν η απόλυτη και κληρονομική μοναρχία. Με την επίδραση όμως των ελληνικών αποικιών, οργανώθηκαν και οι Θράκες σε κώμες. Οι γειτονικές κώμες ή πόλεις ενώνονταν σε φυλές. Αργότερα, μέσα από τη διαδικασία αυτή, προήλθαν τα γνωστά κοινά της ελληνικής αρχαιότητας. Με την πάροδο του χρόνου, κυρίως στις παράλιες θρακικές πόλεις, που γειτνίαζαν με τις αποικίες, άρχισε να εφαρμόζεται η δημοκρατική διακυβέρνηση, με βάση κυρίως τον τύπο του αττικού πολιτεύματος, με βουλή και δήμο. Σε ορισμένες πόλεις υπήρχε και γερουσία, τουλάχιστον από τα ρωμαϊκά χρόνια.Ο πλούτος της περιοχής σε μεταλλεία, ναυπηγήσιμη ξυλεία και σιτάρι προσέλκυσε τους Έλληνες, οι οποίοι από τον 7o αι. π.Χ. ίδρυσαν στα ορεινά παράλια αποικίες, κυρίως αγροτικού χαρακτήρα. H εγκατάσταση αυτή έγινε έπειτα από σκληρούς αγώνες εναντίον των τοπικών φύλων. Ο αποικισμός επεκτάθηκε στα παράλια του Αιγαίου, του Ελλησπόντου, της Προποντίδας, του Βοσπόρου και του Εύξεινου Πόντου, και έτσι ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε στα παράλια αρχικά και και στο εσωτερικό αργότερα. Σημαντικότερες από τις αποικίες αυτές ήταν τα Άβδηρα των Τηίων, η Δίκαια και η Στρύμη των Θασίων, η Μαρώνεια των Χίων, η Αίνος των Μυτιληναίων, η Θάσος των Παρίων και η Σαμοθράκη των Σαμίων. Στα παράλια της Προποντίδας οι Σάμιοι ίδρυσαν την Πέρινθο και οι Μεγαρείς, που ίδρυσαν και το Βυζάντιο στον Βόσπορο, τη Σηλυβρία. Στον Εύξεινο Πόντο οι Μιλήσιοι ίδρυσαν την Απολλωνία και την Ίστρο. Τέλος, ο Αθηναίος Μιλτιάδης, ο νικητής του Μαραθώνα αργότερα, ανέδειξε για πρώτη φορά τις στρατηγικές του ικανότητες στη Θρακική χερσόνησο.Με την ανάπτυξη του περσικού κράτους και την προσπάθειά του να επεκταθεί, η Θ. έγινε προγεφύρωμα του Δαρείου. Ο στρατηγός του, Μεγάβαζος, υπέταξε ολόκληρη την περιοχή, καθώς και όλες τις ελληνικές αποικίες από τον Στρυμόνα έως τον Ελλήσποντο. Έτσι, οι Πέρσες, μετά την κατάληψη του Βυζαντίου και της Χαλκηδόνας που τους εξασφάλισε τον έλεγχο του Ελλήσποντου και του Βοσπόρου, απέκτησαν τον έλεγχο ολόκληρης της περιοχής. Το 492 π.Χ. ακολούθησε η εκστρατεία του Μαρδόνιου, ενώ ο Ξέρξης αργότερα, προετοιμάζοντας την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας, ίδρυσε αποθήκες τροφίμων σε όλο το μήκος των θρακικών παραλίων, από τον Ελλήσποντο έως τον Στρυμόνα. Το 480, κατευθυνόμενος προς την Ελλάδα, πέρασε με τις δυνάμεις του από τη Θ.Με το τέλος των περσικών πολέμων, ο αθηναϊκός στόλος έπλευσε στα θρακικά παράλια και ελευθέρωσε από τους Πέρσες τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες έγιναν μέλη της A’ Αθηναϊκής Συμμαχίας (478 π.Χ.). Οι Αθηναίοι δημιούργησαν στενούς δεσμούς με τους Θράκες, οι οποίοι, λόγω της εύφορης γης που κατείχαν και των πολεμικών ικανοτήτων τους, συνιστούσαν πολύτιμους συμμάχους. Την εποχή αυτή άκμασε το θρακικό βασίλειο των Οδρυσών με τον Σιτάλκη (440 π.Χ.), του οποίου τα όρια, σύμφωνα με τον θρακικής καταγωγής Θουκυδίδη, έφταναν από τα Άβδηρα έως τις εκβολές του Δούναβη. Στην περίοδο αυτή ιδρύθηκαν νέες αποικίες, με σημαντικότερη την Αμφίπολη (437 π.Χ.) και ο ελληνισμός της περιοχής άκμασε και ανέδειξε φυσιογνωμίες όπως o Λεύκιππος, o Δημόκριτος, ο Πρωταγόρας, o Πολύγνωτος, o Παιώνιος κ.ά. Συγχρόνως, άρχισε η εγκατάσταση Θρακών στην περιοχή των Αθηνών, ιδρύθηκε μία παροικία τους στον Πειραιά (η σημερινή Καστέλα), ενώ είναι γνωστό ότι στη Σαλαμίνα και στον Πειραιά οι Θράκες τελούσαν γιορτές προς τιμήν της Βενδίδας. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο η Θ. υπήρξε κέντρο σημαντικών μαχών, οι οποίες μεταφέρθηκαν στην περιοχή από τους Σπαρτιάτες και τον Βρασίδα. Η τελευταία σκηνή του πολέμου εκτυλίχθηκε στους Αιγός Ποταμούς. Η σπαρτιατική ηγεμονία αντικατέστησε τους Αθηναίους στα θρακικά παράλια, οι οποίοι όμως αργότερα εδραίωσαν πάλι τη θέση τους εκεί, με τη δημιουργία της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας (378 π.Χ.) και την ανανέωση της συμμαχίας τους με τους Θράκες (358 π.Χ.).Λίγο αργότερα η αθηναϊκή ηγεμονία αμφισβητήθηκε από τον Φίλιππο, ο οποίος κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Θ. και μετά τη νίκη του στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.), ανάγκασε τους Αθηναίους να απομακρυνθούν από τη Θρακική χερσόνησο. Την περίοδο αυτή ιδρύθηκαν νέες πόλεις, ανοίχτηκαν νέοι δρόμοι και ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε ραγδαία στα θρακικά φύλα. Κάποιες προσπάθειες των Θρακών εναντίον των Μακεδόνων, όταν πέθανε o Φίλιππος, αντιμετώπισαν την καταστολή του Αλέξανδρου, ο οποίος μόλις είχε ανέλθει στον θρόνο (336 π.Χ.). Έτσι, η μακεδονική κυριαρχία αποκαταστάθηκε σε όλους τους λαούς που κατοικούσαν Ν του Δούναβη. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου (323 π.Χ.), τον οποίο οι Θράκες είχαν βοηθήσει στην εκστρατεία του, βασιλιάς της Θ. έγινε ο Λυσίμαχος (306 π.Χ.), που ίδρυσε και την πρωτεύουσά του Λυσιμάχεια. Ο Πτολεμαίος ο Κεραυνός, που τον διαδέχτηκε μετά τον θάνατό του (281 π.Χ.), εξουσίαζε και τη Μακεδονία. Η Θ. προσαρτήθηκε αργότερα στο βασίλειο που ίδρυσαν οι Γαλάτες στα Ν του Αίμου, το οποίο όμως διέλυσαν τελικά οι Θράκες, οπότε η περιοχή πέρασε στην κυριαρχία της Μακεδονίας. Ωστόσο, μετά την ήττα του Φίλιππου E’ στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.), οι Ρωμαίοι τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τις θρακικές κτήσεις του, οι οποίες αρχικά ήταν ελεύθερες αλλά αργότερα έγιναν ρωμαϊκή επαρχία. Την περίοδο αυτή ολοκληρώθηκε και ο εξελληνισμός των Θρακών.Στα χρόνια του Αδριανού (117-138 μ.Χ.) κέντρο της περιοχής έγινε η Αδριανούπολη, γύρω από την οποία έλαβαν χώρα, τον 4ο αι. μ.Χ., οι αγώνες που κατέληξαν στη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και στην επικράτηση του χριστιανισμού. Η Θ. υπέστη αργότερα τις λεηλασίες των Γότθων, ωσότου οι τελευταίοι αναχαιτίστηκαν από τον Θεοδόσιο τον Μέγα (379-457). Μετά τις επιδρομές των Ούννων, η Θ. παρουσίαζε εικόνα καταστροφής και ερήμωσης. Επί Αναστασίου (491-518) εισέβαλαν στην περιοχή οι Βούλγαροι και οι Κουτρίγουροι. Ο Ιουστινιανός (527-565), για να προστατεύσει τον πληθυσμό από τις βαρβαρικές επιδρομές, οικοδόμησε κάστρα σε όλη τη Θ. Στην εποχή του χρονολογούνται οι τελευταίες αναφορές σχετικά με το θρακικό φύλο των Βησσών. Μετά το 568 η Θ. λεηλατήθηκε από τους Άβαρους. Με την ίδρυση του κράτους τους (679-680), οι Βούλγαροι κατέλαβαν το βόρειο τμήμα της Θ., ενώ το υπόλοιπο δέχτηκε τις επιδρομές τους έως την υποταγή του από τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο (1018).Με τις Σταυροφορίες και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), οι Βούλγαροι επωφελήθηκαν και οργάνωσαν διαδοχικές επιδρομές εναντίον της Θ. Αργότερα (επί Παλαιολόγων), οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Ιωάννη E’ και Καντακουζηνού και την εγκατάλειψη που επακολούθησε στη Θ., απέκτησαν την πρώτη τους βάση σε ευρωπαϊκό έδαφος (1352). Σε διάστημα μιας δεκαετίας, ολόκληρη η Θ. περιήλθε στους Τούρκους και η Αδριανούπολη ορίστηκε πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους (γύρω στο 1365). Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453), τα εύφορα εδάφη της περιοχής προσέλκυσαν πολλούς Τούρκους, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να περιοριστούν στα άγονα και ορεινά τμήματα. Στην ύπαρξη μεγάλου τουρκικού πληθυσμού και στη γειτνίαση με τα σημαντικότερα στρατιωτικά κέντρα (Κωνσταντινούπολη και Θεσσαλονίκη) οφείλεται και η μάλλον ασήμαντη συμμετοχή της Θ. στην Επανάσταση του 1821. Στο έδαφος της Θ. διαδραματίστηκαν πολλές φάσεις των ρωσοτουρκικών πολέμων. Με τη συνθήκη του Βερολίνου (1878) η περιοχή μεταξύ Δούναβη και Αίμου έγινε βουλγαρική ηγεμονία, υποτελής στον σουλτάνο, ενώ η νότια Θ. παρέμεινε στην κυριαρχία των Τούρκων. Στην Ανατολική Ρωμυλία, με έδρα τη Φιλιππούπολη, παραχωρήθηκε καθεστώς αυτόνομης επαρχίας, υπό την εξουσία του σουλτάνου, έως το 1855, οπότε η περιοχή κατελήφθη από τους Βούλγαρους. Μετά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο (1912-13), η δυτική Θ. παραχωρήθηκε, με τη συνθήκη του Λονδίνου (1913), στους Βουλγάρους, οι οποίοι τη διατήρησαν και μετά τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο. Με τον τερματισμό του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και τη συνθήκη του Νεϊγί (1919), η Βουλγαρία διατήρησε την περιοχή μεταξύ του Δούναβη και της Ροδόπης και η Δυτική Θ. δόθηκε στην Ελλάδα, στην οποία παραχωρήθηκε τον επόμενο χρόνο και η ανατολική Θ., με τη συνθήκη των Σεβρών (1920). Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όμως, με τη συνθήκη της Λοζάνης (1923), η Ανατολική Θ. προσαρτήθηκε στην Τουρκία.Αρχαιολογία-μνημεία. Οι ιστορικές συνθήκες απέτρεψαν για μεγάλο διάστημα τη διενέργεια αρχαιολογικών ερευνών στην ελληνική Θ. Ό,τι είναι γνωστό προέρχεται από έρευνες των τελευταίων πενήντα ετών. Στοιχεία που μαρτυρούν την παλαιολιθική κατοίκηση έχουν εντοπιστεί στην περιοχή του Έβρου. Στα νεολιθικά χρόνια φαίνεται ότι οι κάτοικοι ζούσαν σε σπηλιές, οι σπουδαιότερες από τις οποίες βρίσκονται στη Μαρώνεια, στη χαράδρα του Ιν-Ντερέ (στην περιοχή της Νέας Στρύμης), στη Μάκρη της Αλεξανδρούπολης και ίσως και στο Κουφόβουνο του Διδυμοτείχου. Πιθανολογείται επίσης η ύπαρξη μεγαλιθικών μνημείων στην περιοχή του Άρδα. Πολλοί προϊστορικοί χώροι κατοίκησης (τούμπες) σώζονται, από τους οποίους σημαντικότεροι είναι της Παραδημής, των Αμαξάδων, του Σώστη, των Υφαντών, του Φαναριού, κοντά στα ομώνυμα χωριά του νομού Ροδόπης, και της Μάκρης, του Ποτάμου και του Πυθίου, στον γειτονικό νομό Έβρου.Σχετικά με την εμφάνιση των Θρακών (13ος αι. π.Χ.) δεν υπάρχουν αρχαιολογικές μαρτυρίες. Με βάση την τοιχοδομία και την κεραμική, εικάζεται ότι πολλές ακροπόλεις ανήκουν σε αυτούς (στην περιοχή Μαρωνείας, στα Πετρωτά και στην Πυλαία του νομού Έβρου). Πιθανότατα πολλές μικρές τούμπες της περιοχής του Άρδα είναι υπόγειοι θρακικοί τάφοι, παρόμοιοι με γνωστούς από την τουρκική και τη βουλγαρική Θ.Περισσότερα στοιχεία υπάρχουν για τις ελληνικές αποικίες που άρχισαν να δημιουργούνται στη Θ. από τον 7o αι. π.Χ. Σπουδαιότερες είναι τα Άβδηρα, η Μαρώνεια, η Μεσημβρία και η Σαμοθράκη. Ωστόσο, και άλλες μικρότερες διαδραμάτισαν κάποιον ρόλο στην περιοχή. Για τη ιωνική αποικία Δίκαια, κοντά στο Φανάρι, ελάχιστες ιστορικές μαρτυρίες υπάρχουν. Η Στρύμη, κοντά στο χωριό Μητρικό, αποικία της Θάσου, ιδρύθηκε περίπου το 500 π.Χ. και καταστράφηκε από τους Μαρωνίτες, γύρω στο 350 π.Χ. Έχουν εντοπιστεί υπολείμματα του περιβόλου της, λίγα σπίτια και υδραγωγείο με υπόγειες στοές, δεξαμενές και φρεάτια. Στα παράλια του νομού Έβρου, περιοχή των Κικκόνων Θρακών, η Σαμοθράκη ίδρυσε από τον 6o αι. π.Χ. εμπόρια: τη Μεσημβρία, τη Σάλη στη θέση της σημερινής Αλεξανδρούπολης, το Σέρρειον, στην παραλία της Μάκρης, και τον Δορίσκο, στην τοποθεσία Σαράγια, κοντά στις Φέρες. Γνωστά από φιλολογικές πηγές –μένει άγνωστη όμως ακόμα η θέση τους– είναι η Δρυς, η Ζώνη, η Ορθαγόρεια, τα Τέμπυρα και το Χαράκωμα. Οι Μακεδόνες (4ος-3ος αι. π.Χ.) ίδρυσαν στο εσωτερικό μικρά κάστρα, όπου τοποθετούσαν φρουρές για να ελέγχουν την περιοχή. Στα ρωμαϊκά χρόνια χτίστηκε η Τραϊανούπολη και η Δύμη, όπου οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν για πρώτη φορά γέφυρα στον Έβρο για την Εγνατία οδό, πολλά λείψανα της οποίας σώζονται στην εθνική οδό μεταξύ Αλεξανδρούπολης και Φερών. Κοντά στο Διδυμότειχο βρίσκεται ο οχυρός λόφος Αγία Πέτρα, όπου από επιγραφικές μαρτυρίες τοποθετείται η Πλωτινούπολη.Στη βυζαντινή εποχή, η ανάγκη να προστατευτεί η περιοχή από τις αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές οδήγησε στην ίδρυση πολλών κέντρων, στα πεδινά και στα επίκαιρα σημεία της οροσειράς της Ροδόπης. Από αυτά είναι γνωστά τα κέντρα: Εργάνης, Κερασιάς, Νέας Σάντας, Νυμφαίας, Ληνού (νομός Ροδόπης), Κομάρου, Άβαντος, Ποτάμου, Γιώμπραινας, Μουκαντά, Μεγάλου Δερείου και Πυθίου, του οποίου σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση η είσοδος και ένας πύργος (νομός Έβρου). Από τα σημαντικότερα είναι η Μοσυνούπολη, Δ της Κομοτηνής, η αρχαία Παισούλα. Χτίστηκε τον 4o αι. μ.Χ., ονομάστηκε αρχικά Μαξιμιανούπολη και τον 8ο αι. μετονομάστηκε σε Μοσυνούπολη. Ήταν ισχυρό κάστρο και χρησίμευσε ως ορμητήριο του Βουλγαροκτόνου κατά των Βουλγάρων. Από τον 10o έως τον 13o αι. ήταν πρωτεύουσα του θέματος Βολερού (σημερινοί νομοί Ξάνθης-Ροδόπης) και εγκαταλείφθηκε τον 13o αι., οπότε οι κάτοικοί της κατέφυγαν στην Κομοτηνή, ύστερα από τις τουρκικές επιδρομές. Σώζεται, αν και σε πολύ κακή κατάσταση, ο περίβολος της πόλης, ενώ αποκαλύφθηκε και νεκροταφείο του 4ου αι. μ.Χ. Η Αναστασιούπολη ή Περιθεώριο, κοντά στη λίμνη Βιστονίδα, χτισμένη και οχυρωμένη από τον Αναστάσιο για να προφυλαχθεί ο πληθυσμός από τις επιδρομές του 5ου αι., εγκαταλείφθηκε στο τέλος του 17ου αι. Σώζεται μισογκρεμισμένο το κάστρο, πύργοι σχεδόν ακέραιοι και μονογράμματα των Παλαιολόγων, καθώς και υδραγωγείο μεγάλου μήκους. Ερείπια κάστρου σώζονται επίσης κοντά στον οικισμό Πολύανθος, όπου βρίσκονται ερείπια βυζαντινού οικισμού και νεκροταφείο. Από τη Γαλατινή, ΒΑ της Κομοτηνής, την οποία είχε τειχίσει ο Ιουστινιανός, σώζονται λείψανα τείχους, δύο πύργοι και δεξαμενή των τελευταίων βυζαντινών χρόνων. Ερείπια βυζαντινής εκκλησίας βρέθηκαν στο Πόρτο Λάγο, ενώ στην Ξάνθη υπάρχει μεσαιωνικό φρούριο. Στο Διδυμότειχο διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση το τζαμί Γιλντερίμ Βαγιαζίτ, το πρώτο τουρκικό τέμενος σε ευρωπαϊκό έδαφος (περ. 1370).Έθιμα και παραδόσεις.Η Θ. αποτελούσε, ήδη από τα πανάρχαια χρόνια, ένα είδος ιδιότυπου και πολυσυλλεκτικού πολιτισμού. Πολλά από τα στοιχεία του πολιτισμού αυτού διατηρήθηκαν έως σήμερα, για λόγους που σχετίζονται με την ιστορική διαδρομή του τόπου και με τον συντηρητισμό του λαού του. Στη Θ. άκμασε και από εκεί διαδόθηκε, κατά τον 7o και τον 6o αι. π.Χ., η οργιαστική λατρεία του Διονύσου, ένα δυναμικό θρησκευτικό ρεύμα, που βασιζόταν στις αποκαλύψεις του Θρακιώτη αοιδού Ορφέα και στη διδασκαλία για τη μετεμψύχωση. Επιβιώσεις της διονυσιακής λατρείας εντοπίζονται στη Θ. έως τις μέρες μας. Τα Αναστενάρια, που εξαιτίας της μετακίνησης του θρακικού πληθυσμού (1923) στο εσωτερικό της χώρας απαντώνται σήμερα και αλλού, προέρχονται από τη Θ. και, όπως φαίνεται, διασώζουν στοιχεία της οργιαστικής λατρείας του Διονύσου. Εξάλλου, το αποκριάτικο έθιμο των Καλόγερων (καρναβάλι), που στη Θ. διατήρησε την αρτιότερη μορφή του, συνδέεται με αρχαίους διονυσιακούς μύθους, οι οποίοι σχετίζονται με διάφορες τελετουργίες.Στη βορειοανατολική Θ. επιβίωσε έως τα νεότερα χρόνια, ως μια καθαγιασμένη από τους αιώνες παράδοση, το αρχαϊκό έθιμο της θυσίας ταύρων και κριών (κουρμπάνι), προς τιμήν ορισμένων αγίων την ημέρα του πανηγυριού τους. Το θύμα αγοραζόταν με έρανο των κατοίκων κάθε χωριού και σφαγιαζόταν δίπλα σε έναν ανοιγμένο λάκκο, όπου έρεε το αίμα του. Προτού όμως αρχίσει o θύτης το έργο του, κολλούσαν στα κέρατα του ζώου ένα αναμμένο κερί και ο παπάς του χωριού το θυμίαζε και του διάβαζε τη σχετική ευχή (του άλατοςτων θυσιών). Στη συνέχεια, ο θύτης έσφαζε το ξαπλωμένο ζώο, αφού σχημάτιζε το σήμα του σταυρού στον λαιμό του με ένα μαχαίρι. Σκοπός της θυσίας των ζώων, από το κρέας των οποίων έτρωγαν όλοι σε κοινά δείπνα, ήταν η αποτροπή των κακών ή η ένδειξη ευγνωμοσύνης στο θείο. Σύμφωνα με τοπική παράδοση, όταν σε ένα χωριό δεν έγινε κάποιον χρόνο η θυσία, πέθαναν εκεί τριάντα πέντε άνθρωποι. Σε μία μόνο περίπτωση η θυσία ταύρου ταυτιζόταν με τα Αναστενάρια. Ο συσχετισμός αυτός, ωστόσο, πρέπει να είναι μεταγενέστερος, γιατί η θυσία ζώων συνδέεται με τη λατρεία όχι του Διονύσου, αλλά του Απόλλωνα και του γιου του, Ασκληπιού, στους οποίους, όπως είναι γνωστό από αρχαίες μαρτυρίες, θυσιάζονταν ταύροι. Η λατρεία του Απόλλωνα και του Ασκληπιού στη Θ. κατά τα αρχαία χρόνια είναι επιβεβαιωμένη. Λείψανα ιερών τους βρέθηκαν, μάλιστα, στα μέρη όπου γινόταν στα νεότερα χρόνια το κουρμπάνι. To έθιμό τους (το οποίο τελούσαν και στην Καππαδοκία, περιοχή με μεγάλη παράδοση αρχαίων εθίμων και δοξασιών) διαδόθηκε από τους Θρακιώτες στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για τη σποραδική του παρουσία και σε άλλους τόπους της Ελλάδας, όπως στη Λέσβο.Η παρεμβολή, λοιπόν, της τουρκικής κατάκτησης δεν διέσπασε τη συνέχεια των αρχαϊκών εθίμων της Θ. Αντίθετα, οι Τούρκοι παρέλαβαν πολλές από τις συνήθειες του θρακικού λαού· απόδειξη της μεγάλης διάδοσης του εθίμου που αναφέρθηκε παραπάνω αποτελεί και η ονομασία του: η λέξη κουρμπάνι είναι τουρκική και σημαίνει θυσία. Ωστόσο, η τουρκική κατάκτηση διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε άλλους τομείς. Η Θ., που ήταν το προαύλιο της πρωτεύουσας, δοκιμάστηκε σκληρά από τους γενίτσαρους, οι οποίοι κατέστρεφαν τις περιουσίες και εξολόθρευαν τη ζωή των κατοίκων στις επιδρομές τους. Η κατάσταση αυτή υποχρέωσε τους κατοίκους να αλλάξουν την αρχιτεκτονική των σπιτιών τους, κατασκευάζοντας κατοικίες χαμηλές και σκοτεινές, χωρίς παράθυρα, για να μη δίνουν στόχο στους περιφερόμενους τη νύχτα Τούρκους και γενίτσαρους. Τα σπίτια φωτίζονταν μόνο με φεγγίτες, τοποθετημένους πάνω στις στέγες, ενώ οι πόρτες ήταν μικρές, για να μην μπορούν να περάσουν τα άλογα. Μία ερμηνεία σχετικά με αυτό το στοιχείο βασίζεται σε αφηγήσεις παλαιότερων κατοίκων, σύμφωνα με τις οποίες οι Τούρκοι δεν οδηγούσαν τα άλογά τους στο παχνί, αλλά τα έπαιρναν μαζί τους στα σπίτια όπου κάθονταν. Ο οικοδομικός αυτός τρόπος μεταφέρθηκε και στις εκκλησίες. Στο χωριό Αλεποχώρι (βορειοανατολική Θ.), για παράδειγμα, σώθηκε μία εκκλησία με ύψος 2,60 μ. Το μεταναστευτικό ρεύμα της Βόρειας Ελλάδας, που ενισχύθηκε από τον 17o αι. και ύστερα, τροφοδοτήθηκε και από τη Θ. Γενικά, όμως, o πληθυσμός της ήταν πολύ πιο δυσκίνητος από τον πληθυσμό της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Έτσι, η εσωτερική ανάπτυξη της Θ. δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τον ρυθμό των άλλων περιοχών της Βόρειας Ελλάδας.
Το έθιμο των Αναστενάρηδων έλκει την καταγωγή του από πανάρχαιες θρακικές παραδόσεις (φωτ. Κ. Ραφαηλίδη).
Άποψη του Διδυμότειχου, το οποίο συνδέεται με γεγονότα της βυζαντινής ιστορίας.
Τα Άβδηρα, από τις σημαντικότερες αρχαίες πόλεις της Θράκης, υπήρξαν μεγάλο ιωνικό κέντρο καλλιτεχνικής δραστηριότητας και πατρίδα των φιλοσόφων Δημόκριτου, Λεύκιππου και Ανάξαρχου, του σοφιστή Πρωταγόρα, του ιστορικού Εκαταίου και του επιγραμματοποιού Νικαινέτη. Τη μεγαλύτερη ακμή τους γνώρισαν μεταξύ 6ου και 4ου αι. π.Χ. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως πολλά κατάλοιπα του αρχαίου οικισμού και δείγματα της τέχνης που είχε αναπτυχθεί εκεί (φωτ. I. Ντεκόπουλου).
Η μονή Κοσμοσώτειρας, που ιδρύθηκε από τον Ισαάκιο Άγγελο Κομνηνό το 1152, και σήμερα ονομάζεται ναός της Αγίας Σοφίας, στις Φέρες, κοντά στον Έβρο, όπου τοποθετείται με πολλές πιθανότητες η μεσαιωνική Βήρα, είναι από τα αξιολογότερα βυζαντινά μνημεία.
Το εσωτερικό της μονής Κοσμοσώτειρας στην κωμόπολη Φέρες του νομού Έβρου.
Ο Νέστος, που δημιουργεί γραφικότατα τοπία στην πορεία του, αποτελεί το φυσικό όριο της Θράκης προς δυτικά.
Ο θρακικός οικισμός Μάκρη, όπου βρίσκεται και το «σπήλαιο του Πολύφημου».
Ο γραφικός οικισμός Λάγος, στον λαιμό που χωρίζει το Πόρτο Λάγο από τη λίμνη Βιστονίδα, στον δρόμο Ξάνθης - Κομοτηνής (φωτ. I. Ντεκόπουλου).
Η Εγνατία Οδός αναμένεται να ενισχύσει σημαντικά τον νομό Θράκης· στη φωτογραφία, ο αυτοκινητόδρομος στο τμήμα Αλεξανδρούπολης-Κήπων (φωτ. ΑΠΕ).
Το φράγμα της Γρατινής στην Κομοτηνή (φωτ. ΑΠΕ).
Η μεγάλη πεδιάδα, κοντά στην πόλη της Κομοτηνής.
Ο Έβρος αποτελεί το φυσικό σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (φωτ. ΑΠΕ).
Τοπίο στον Άρδα, παραπόταμο του Έβρου στον νομό Θράκης (φωτ. ΑΠΕ).
Αεροφωτογραφία του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, που αποτελεί το απώτατο μεγάλο οικιστικό κέντρο της ανατολικής ηπειρωτικής Ελλάδας, στη Θράκη (φωτ. ΑΠΕ).
Οι εκτάσεις με δέντρα λεύκας αποτελούν χαρακτηριστική εικόνα του θρακικού κάμπου.
Dictionary of Greek. 2013.